- περιρραντισμός
- ὁ, Α [περιρραντίζω]εξαγνισμός με ραντισμό αγιάσματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιρραντισμοῖς — περιρραντισμός sprinkling with water masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιρραντισμοῦ — περιρραντισμός sprinkling with water masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιρραντισμῷ — περιρραντισμός sprinkling with water masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίρρανσις — άνσεως, ἡ, Α [περιρραίνω] η πράξη τού περιρραίνω, ο περιρραντισμός, η περιύγρανση … Dictionary of Greek